↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοχειριαζόμενος η αυτοχειριαζόμενη το αυτοχειριαζόμενο
      γενική του αυτοχειριαζόμενου της αυτοχειριαζόμενης του αυτοχειριαζόμενου
    αιτιατική τον αυτοχειριαζόμενο την αυτοχειριαζόμενη το αυτοχειριαζόμενο
     κλητική αυτοχειριαζόμενε αυτοχειριαζόμενη αυτοχειριαζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοχειριαζόμενοι οι αυτοχειριαζόμενες τα αυτοχειριαζόμενα
      γενική των αυτοχειριαζόμενων των αυτοχειριαζόμενων των αυτοχειριαζόμενων
    αιτιατική τους αυτοχειριαζόμενους τις αυτοχειριαζόμενες τα αυτοχειριαζόμενα
     κλητική αυτοχειριαζόμενοι αυτοχειριαζόμενες αυτοχειριαζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αυτοχειριαζόμενος




  Μεταφράσεις

επεξεργασία