αυτοσυνειδητοποιημένος, -η, -ο

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοσυνειδητοποιημένος η αυτοσυνειδητοποιημένη το αυτοσυνειδητοποιημένο
      γενική του αυτοσυνειδητοποιημένου της αυτοσυνειδητοποιημένης του αυτοσυνειδητοποιημένου
    αιτιατική τον αυτοσυνειδητοποιημένο την αυτοσυνειδητοποιημένη το αυτοσυνειδητοποιημένο
     κλητική αυτοσυνειδητοποιημένε αυτοσυνειδητοποιημένη αυτοσυνειδητοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοσυνειδητοποιημένοι οι αυτοσυνειδητοποιημένες τα αυτοσυνειδητοποιημένα
      γενική των αυτοσυνειδητοποιημένων των αυτοσυνειδητοποιημένων των αυτοσυνειδητοποιημένων
    αιτιατική τους αυτοσυνειδητοποιημένους τις αυτοσυνειδητοποιημένες τα αυτοσυνειδητοποιημένα
     κλητική αυτοσυνειδητοποιημένοι αυτοσυνειδητοποιημένες αυτοσυνειδητοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία