Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοπυρπολημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυτοπυρπολημέν
ος
η
αυτοπυρπολημέν
η
το
αυτοπυρπολημέν
ο
γενική
του
αυτοπυρπολημέν
ου
της
αυτοπυρπολημέν
ης
του
αυτοπυρπολημέν
ου
αιτιατική
τον
αυτοπυρπολημέν
ο
την
αυτοπυρπολημέν
η
το
αυτοπυρπολημέν
ο
κλητική
αυτοπυρπολημέν
ε
αυτοπυρπολημέν
η
αυτοπυρπολημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυτοπυρπολημέν
οι
οι
αυτοπυρπολημέν
ες
τα
αυτοπυρπολημέν
α
γενική
των
αυτοπυρπολημέν
ων
των
αυτοπυρπολημέν
ων
των
αυτοπυρπολημέν
ων
αιτιατική
τους
αυτοπυρπολημέν
ους
τις
αυτοπυρπολημέν
ες
τα
αυτοπυρπολημέν
α
κλητική
αυτοπυρπολημέν
οι
αυτοπυρπολημέν
ες
αυτοπυρπολημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αυτοπυρπολημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αυτοπυρπολούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοπυρπολημένος