αυτοπυρπολημένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
αυτοπυρπολημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αυτοπυρπολημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αυτοπυρπολημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αυτοπυρπολημένος