αυτοπαλινδρόμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοπαλινδρόμηση | οι | αυτοπαλινδρομήσεις |
γενική | της | αυτοπαλινδρόμησης* | των | αυτοπαλινδρομήσεων |
αιτιατική | την | αυτοπαλινδρόμηση | τις | αυτοπαλινδρομήσεις |
κλητική | αυτοπαλινδρόμηση | αυτοπαλινδρομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπαλινδρομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοπαλινδρόμηση < αυτο- + παλινδρόμηση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoregression
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοπαλινδρόμηση θηλυκό
- (μαθηματικά, στατιστική) η χρήση σταθμισμένου δείγματος δεδομένων από προηγούμενες μετρήσεις για την πρόβλεψη μελλοντικών αποτελεσμάτων
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυτοπαλινδρόμηση