↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπαλινδρόμηση οι αυτοπαλινδρομήσεις
      γενική της αυτοπαλινδρόμησης* των αυτοπαλινδρομήσεων
    αιτιατική την αυτοπαλινδρόμηση τις αυτοπαλινδρομήσεις
     κλητική αυτοπαλινδρόμηση αυτοπαλινδρομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπαλινδρομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοπαλινδρόμηση < αυτο- + παλινδρόμηση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoregression

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοπαλινδρόμηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία