αυτοκαθαρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοκαθαρισμός < αυτο- + καθαρισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-cleaning)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοκαθαρισμός αρσενικό
- αυτοκάθαρση
- ο αυτόματος καθαρισμός (μιας συσκευής κ.ά.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοκαθαρμός
αυτοκαθαρισμός