Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοκαθαρμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αυτοκαθαρμ
ός
οι
αυτοκαθαρμ
οί
γενική
του
αυτοκαθαρμ
ού
των
αυτοκαθαρμ
ών
αιτιατική
τον
αυτοκαθαρμ
ό
τους
αυτοκαθαρμ
ούς
κλητική
αυτοκαθαρμ
έ
αυτοκαθαρμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτοκαθαρμός
<
αυτο-
+
καθαρμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοκαθαρμός
αρσενικό
αυτοκαθαρισμός
αυτοκάθαρση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοκαθαρμός
→
δείτε
τις λέξεις
αυτοκαθαρισμός
και
αυτοκάθαρση