Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκάθαρση οι αυτοκαθάρσεις
      γενική της αυτοκάθαρσης* των αυτοκαθάρσεων
    αιτιατική την αυτοκάθαρση τις αυτοκαθάρσεις
     κλητική αυτοκάθαρση αυτοκαθάρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοκαθάρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοκάθαρση < αυτο- + κάθαρση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοκάθαρση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) αυτοκαθαρισμός
  2. (μεταφορικά) η κάθαρση που γίνεται με ενέργειες του ίδιου (προσώπου, οργανισμού κ.λπ.) που υφίσταται την κάθαρση

  Μεταφράσεις επεξεργασία