αυτοκάθαρση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοκάθαρση | οι | αυτοκαθάρσεις |
γενική | της | αυτοκάθαρσης* | των | αυτοκαθάρσεων |
αιτιατική | την | αυτοκάθαρση | τις | αυτοκαθάρσεις |
κλητική | αυτοκάθαρση | αυτοκαθάρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοκαθάρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααυτοκάθαρση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) αυτοκαθαρισμός
- (μεταφορικά) η κάθαρση που γίνεται με ενέργειες του ίδιου (προσώπου, οργανισμού κ.λπ.) που υφίσταται την κάθαρση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοκάθαρση
|