Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοδιοίκηση οι αυτοδιοικήσεις
      γενική της αυτοδιοίκησης* των αυτοδιοικήσεων
    αιτιατική την αυτοδιοίκηση τις αυτοδιοικήσεις
     κλητική αυτοδιοίκηση αυτοδιοικήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοδιοικήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοδιοίκηση < καθαρεύουσα αὐτοδιοίκησις[1] < αυτο- + διοίκηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fto.ðiˈi.ci.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐δι‐οί‐κη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοδιοίκηση θηλυκό

  1. διοίκηση χωρίς εξάρτηση
  2. θεσμός που οργανώνει την διοίκηση μιας περιοχής από τους εκπροσώπους των τοπικών κοινωνιών ή ενός τμήματος ειδικού δημόσιου οργανισμού χωρίς ουσιαστική ανάμειξη του κράτους
    η τοπική αυτοδιοίκηση
    η αυτοδιοίκηση των δικαστηρίων

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Ν.Α. (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία