αυτοδιοίκηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοδιοίκηση | οι | αυτοδιοικήσεις |
γενική | της | αυτοδιοίκησης* | των | αυτοδιοικήσεων |
αιτιατική | την | αυτοδιοίκηση | τις | αυτοδιοικήσεις |
κλητική | αυτοδιοίκηση | αυτοδιοικήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοδιοικήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοδιοίκηση < καθαρεύουσα αὐτοδιοίκησις[1] < αυτο- + διοίκηση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.fto.ðiˈi.ci.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐δι‐οί‐κη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοδιοίκηση θηλυκό
- διοίκηση χωρίς εξάρτηση
- θεσμός που οργανώνει την διοίκηση μιας περιοχής από τους εκπροσώπους των τοπικών κοινωνιών ή ενός τμήματος ειδικού δημόσιου οργανισμού χωρίς ουσιαστική ανάμειξη του κράτους
- η τοπική αυτοδιοίκηση
- η αυτοδιοίκηση των δικαστηρίων
Συγγενικά επεξεργασία
- αυτοδιοίκητος
- αυτοδιοικούμαι
- → και δείτε τις λέξεις διοικώ και οίκος
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ν.Α. (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοδιοίκηση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αυτοδιοίκηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας