Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοδιεύθυνση οι αυτοδιευθύνσεις
      γενική της αυτοδιεύθυνσης των αυτοδιευθύνσεων
    αιτιατική την αυτοδιεύθυνση τις αυτοδιευθύνσεις
     κλητική αυτοδιεύθυνση αυτοδιευθύνσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοδιεύθυνση < αυτο- + διεύθυνση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ftoˈði̯ef.θin.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐δι‐εύ‐θυν‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοδιεύθυνση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr