Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτογονιμοποίηση οι αυτογονιμοποιήσεις
      γενική της αυτογονιμοποίησης των αυτογονιμοποιήσεων
    αιτιατική την αυτογονιμοποίηση τις αυτογονιμοποιήσεις
     κλητική αυτογονιμοποίηση αυτογονιμοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτογονιμοποίηση < αυτο- + γονιμοποίηση μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autofécondation

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτογονιμοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία