αλλογαμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλλογαμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική allogamie < αρχαία ελληνική ἄλλος + γαμέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλλογαμία θηλυκό
- (βιολογία) (βοτανική) η γονιμοποίηση των ωαρίων ενός οργανισμού από τα σπερματοζωάρια ενός άλλου οργανισμού