Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτογαμία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυτογαμί
α
οι
αυτογαμί
ες
γενική
της
αυτογαμί
ας
των
αυτογαμι
ών
αιτιατική
την
αυτογαμί
α
τις
αυτογαμί
ες
κλητική
αυτογαμί
α
αυτογαμί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτογαμία
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
γαλλική
autogamie
<
αρχαία ελληνική
αὐτός
+
γαμέω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτογαμία
θηλυκό
(
βιολογία
) η
αυτογονιμοποίηση
Αντώνυμα
επεξεργασία
αλλογαμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτογαμία
αγγλικά
:
autogamy
(en)
γαλλικά
:
autogamie
(fr)