Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτεγκλωβισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυτεγκλωβισμέν
ος
η
αυτεγκλωβισμέν
η
το
αυτεγκλωβισμέν
ο
γενική
του
αυτεγκλωβισμέν
ου
της
αυτεγκλωβισμέν
ης
του
αυτεγκλωβισμέν
ου
αιτιατική
τον
αυτεγκλωβισμέν
ο
την
αυτεγκλωβισμέν
η
το
αυτεγκλωβισμέν
ο
κλητική
αυτεγκλωβισμέν
ε
αυτεγκλωβισμέν
η
αυτεγκλωβισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυτεγκλωβισμέν
οι
οι
αυτεγκλωβισμέν
ες
τα
αυτεγκλωβισμέν
α
γενική
των
αυτεγκλωβισμέν
ων
των
αυτεγκλωβισμέν
ων
των
αυτεγκλωβισμέν
ων
αιτιατική
τους
αυτεγκλωβισμέν
ους
τις
αυτεγκλωβισμέν
ες
τα
αυτεγκλωβισμέν
α
κλητική
αυτεγκλωβισμέν
οι
αυτεγκλωβισμέν
ες
αυτεγκλωβισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αυτεγκλωβισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αυτοεγκλωβίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτεγκλωβισμένος