Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοεγκλωβίζομαι < αυτο- + εγκλωβίζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοεγκλωβίζομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία