αυταγάπη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυταγάπη | οι | αυταγάπες |
γενική | της | αυταγάπης | — | |
αιτιατική | την | αυταγάπη | τις | αυταγάπες |
κλητική | αυταγάπη | αυταγάπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυταγάπη < αυτο- + αγάπη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-love)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυταγάπη θηλυκό
- η αγάπη για τον εαυτό μας, ο σεβασμός και η εκτίμηση προς τον εαυτό μας (με υπονοούμενο την συνεπή και πρακτική φροντίδα του εαυτού, σε αντίθεση με τις πιο αφηρημένες έννοιες της αυτοεκτίμησης και του αυτοσεβασμού)