Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυταγάπη οι αυταγάπες
      γενική της αυταγάπης
    αιτιατική την αυταγάπη τις αυταγάπες
     κλητική αυταγάπη αυταγάπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυταγάπη < αυτο- + αγάπη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-love)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυταγάπη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία