Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοφροντίδα οι αυτοφροντίδες
      γενική της αυτοφροντίδας των αυτοφροντίδων
    αιτιατική την αυτοφροντίδα τις αυτοφροντίδες
     κλητική αυτοφροντίδα αυτοφροντίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοφροντίδα < αυτο- + φροντίδα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-care)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοφροντίδα θηλυκό

  • η συνεπής φροντίδα του εαυτού μας, η συμμετοχή σε δραστηριότητες και η καλλιέργεια συνηθειών που μας αναζωογονούν σε τακτική βάση, ή αυτή η κατηγορία δραστηριοτήτων σαν σύνολο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία