↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατσουρούφλιστος η ατσουρούφλιστη το ατσουρούφλιστο
      γενική του ατσουρούφλιστου της ατσουρούφλιστης του ατσουρούφλιστου
    αιτιατική τον ατσουρούφλιστο την ατσουρούφλιστη το ατσουρούφλιστο
     κλητική ατσουρούφλιστε ατσουρούφλιστη ατσουρούφλιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατσουρούφλιστοι οι ατσουρούφλιστες τα ατσουρούφλιστα
      γενική των ατσουρούφλιστων των ατσουρούφλιστων των ατσουρούφλιστων
    αιτιατική τους ατσουρούφλιστους τις ατσουρούφλιστες τα ατσουρούφλιστα
     κλητική ατσουρούφλιστοι ατσουρούφλιστες ατσουρούφλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ατσουρούφλιστος < α- + τσουρουφλίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ατσουρούφλιστος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία