Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατροφημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ατροφημέν
ος
η
ατροφημέν
η
το
ατροφημέν
ο
γενική
του
ατροφημέν
ου
της
ατροφημέν
ης
του
ατροφημέν
ου
αιτιατική
τον
ατροφημέν
ο
την
ατροφημέν
η
το
ατροφημέν
ο
κλητική
ατροφημέν
ε
ατροφημέν
η
ατροφημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ατροφημέν
οι
οι
ατροφημέν
ες
τα
ατροφημέν
α
γενική
των
ατροφημέν
ων
των
ατροφημέν
ων
των
ατροφημέν
ων
αιτιατική
τους
ατροφημέν
ους
τις
ατροφημέν
ες
τα
ατροφημέν
α
κλητική
ατροφημέν
οι
ατροφημέν
ες
ατροφημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ατροφημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ατροφώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατροφημένος