Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατροφώ < αρχαία ελληνική ἀτροφέω / ἀτροφῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ατροφώ

  1. (ιατρική) υποφέρω από ατροφία, έχω ατονήσει, είμαι καχεκτικός
  2. (μεταφορικά) υπολειτουργώ, έχω ατονήσει

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία