Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατομικευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ατομικευμέν
ος
η
ατομικευμέν
η
το
ατομικευμέν
ο
γενική
του
ατομικευμέν
ου
της
ατομικευμέν
ης
του
ατομικευμέν
ου
αιτιατική
τον
ατομικευμέν
ο
την
ατομικευμέν
η
το
ατομικευμέν
ο
κλητική
ατομικευμέν
ε
ατομικευμέν
η
ατομικευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ατομικευμέν
οι
οι
ατομικευμέν
ες
τα
ατομικευμέν
α
γενική
των
ατομικευμέν
ων
των
ατομικευμέν
ων
των
ατομικευμέν
ων
αιτιατική
τους
ατομικευμέν
ους
τις
ατομικευμέν
ες
τα
ατομικευμέν
α
κλητική
ατομικευμέν
οι
ατομικευμέν
ες
ατομικευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ατομικευμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ατομικεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατομικευμένος