↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατιμαστικός η ατιμαστική το ατιμαστικό
      γενική του ατιμαστικού της ατιμαστικής του ατιμαστικού
    αιτιατική τον ατιμαστικό την ατιμαστική το ατιμαστικό
     κλητική ατιμαστικέ ατιμαστική ατιμαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατιμαστικοί οι ατιμαστικές τα ατιμαστικά
      γενική των ατιμαστικών των ατιμαστικών των ατιμαστικών
    αιτιατική τους ατιμαστικούς τις ατιμαστικές τα ατιμαστικά
     κλητική ατιμαστικοί ατιμαστικές ατιμαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ατιμαστικός < ατιμάζω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ατιμαστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία