Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατάιστος η ατάιστη το ατάιστο
      γενική του ατάιστου της ατάιστης του ατάιστου
    αιτιατική τον ατάιστο την ατάιστη το ατάιστο
     κλητική ατάιστε ατάιστη ατάιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατάιστοι οι ατάιστες τα ατάιστα
      γενική των ατάιστων των ατάιστων των ατάιστων
    αιτιατική τους ατάιστους τις ατάιστες τα ατάιστα
     κλητική ατάιστοι ατάιστες ατάιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατάιστος < α- στερητ. + ταΐζω

  Επίθετο επεξεργασία

ατάιστος

  • που δεν του έδωσαν να φάει, νηστικός
    έλειψες τόσες ώρες και άφησες το ζωντανό ατάιστο

  Μεταφράσεις επεξεργασία