ασχημούλης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ασχημούλης < άσχημ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ασχημούλης, -ούλα, -ούλι(κο)
- σχετικά άσχημος
- {χαϊδευτικά) ο άσχημος
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ασχημούλης