ασυναπάντητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ασυναπάντητος
- (σπάνιο) που δεν έχει συναπαντηθεί με κάποιον άλλον
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυναπάντητος
|
ασυναπάντητος
|