αστυνομοκρατούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστυνομοκρατούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αστυνομοκρατούμαι
Μετοχή
επεξεργασίααστυνομοκρατούμενος, -η, -ο
- αυτός που αστυνομοκρατείται
- Δεν επιθυμούν όλοι οι πολίτες μια αστυνομοκρατούμενη κοινωνία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αστυνομοκρατούμενος
|