αστυνομοκρατούμενων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααστυνομοκρατούμενων
- γενική πληθυντικού του αστυνομοκρατούμενος
- γενική πληθυντικού του αστυνομοκρατούμενη και αστυνομοκρατουμένη
- γενική πληθυντικού του αστυνομοκρατούμενο