αστυνομικογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστυνομικογράφος < αστυνομικός + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστυνομικογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) δημοσιογράφος που καλύπτει το αστυνομικό ρεπορτάζ
αστυνομικογράφος αρσενικό ή θηλυκό