↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστυνομευόμενος η αστυνομευόμενη το αστυνομευόμενο
      γενική του αστυνομευόμενου της αστυνομευόμενης του αστυνομευόμενου
    αιτιατική τον αστυνομευόμενο την αστυνομευόμενη το αστυνομευόμενο
     κλητική αστυνομευόμενε αστυνομευόμενη αστυνομευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστυνομευόμενοι οι αστυνομευόμενες τα αστυνομευόμενα
      γενική των αστυνομευόμενων των αστυνομευόμενων των αστυνομευόμενων
    αιτιατική τους αστυνομευόμενους τις αστυνομευόμενες τα αστυνομευόμενα
     κλητική αστυνομευόμενοι αστυνομευόμενες αστυνομευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αστυνομευόμενος




  Μεταφράσεις

επεξεργασία