ασσυριολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασσυριολογικός < ασσυριολογ(ία) ή ασσυριολόγ(ος) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.si.ɾi.o.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ασ‐συ‐ρι‐ο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαασσυριολογικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την ασσυριολογία ή τους ασσυριολόγους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασσυριολογικός
Πηγές
επεξεργασία- ασσυριολογικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)