ασπατάλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασπατάλητος < α- + (σπαταλώ) σπαταλη- + -τος
Επίθετο
επεξεργασία- που δεν έχει σπαταληθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σπατάλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασπατάλητος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ασπατάλητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ασπατάλητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)