πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασπατάλητος η ασπατάλητη το ασπατάλητο
      γενική του ασπατάλητου της ασπατάλητης του ασπατάλητου
    αιτιατική τον ασπατάλητο την ασπατάλητη το ασπατάλητο
     κλητική ασπατάλητε ασπατάλητη ασπατάλητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασπατάλητοι οι ασπατάλητες τα ασπατάλητα
      γενική των ασπατάλητων των ασπατάλητων των ασπατάλητων
    αιτιατική τους ασπατάλητους τις ασπατάλητες τα ασπατάλητα
     κλητική ασπατάλητοι ασπατάλητες ασπατάλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ασπατάλητος < α- + (σπαταλώ) σπαταλη- + -τος

ασπατάλητος[1] [2]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ασπατάλητος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ασπατάλητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)