ασούβλιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαασούβλιστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν σουβλίσει
- μ'αυτά που έγιναν πασχαλιάτικα, μας έμεινε και το αρνί ασούβλιστο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασούβλιστος
|
ασούβλιστος, -η, -ο
|