Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκοτείνιαστος η ασκοτείνιαστη το ασκοτείνιαστο
      γενική του ασκοτείνιαστου της ασκοτείνιαστης του ασκοτείνιαστου
    αιτιατική τον ασκοτείνιαστο την ασκοτείνιαστη το ασκοτείνιαστο
     κλητική ασκοτείνιαστε ασκοτείνιαστη ασκοτείνιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκοτείνιαστοι οι ασκοτείνιαστες τα ασκοτείνιαστα
      γενική των ασκοτείνιαστων των ασκοτείνιαστων των ασκοτείνιαστων
    αιτιατική τους ασκοτείνιαστους τις ασκοτείνιαστες τα ασκοτείνιαστα
     κλητική ασκοτείνιαστοι ασκοτείνιαστες ασκοτείνιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκοτείνιαστος < α- στερητικό + σκοτεινιάζω

  Επίθετο επεξεργασία

ασκοτείνιαστος

  • που δε σκοτείνιασε
    είναι καλοκαίρι και ο ουρανός είναι ακόμα ασκοτείνιαστος, παρόλο που είναι αργά

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία