ασκοτείνιαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασκοτείνιαστος < α- στερητικό + σκοτεινιάζω
Επίθετο επεξεργασία
ασκοτείνιαστος
- που δε σκοτείνιασε
- είναι καλοκαίρι και ο ουρανός είναι ακόμα ασκοτείνιαστος, παρόλο που είναι αργά