Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκιαγράφητος η ασκιαγράφητη το ασκιαγράφητο
      γενική του ασκιαγράφητου της ασκιαγράφητης του ασκιαγράφητου
    αιτιατική τον ασκιαγράφητο την ασκιαγράφητη το ασκιαγράφητο
     κλητική ασκιαγράφητε ασκιαγράφητη ασκιαγράφητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκιαγράφητοι οι ασκιαγράφητες τα ασκιαγράφητα
      γενική των ασκιαγράφητων των ασκιαγράφητων των ασκιαγράφητων
    αιτιατική τους ασκιαγράφητους τις ασκιαγράφητες τα ασκιαγράφητα
     κλητική ασκιαγράφητοι ασκιαγράφητες ασκιαγράφητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκιαγράφητος < α- + σκιαγραφώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ασκιαγράφητος

  1. που δεν σκιαγραφήθηκε, δεν απεικονίστηκε στις γενικές του γραμμές
  2. που δεν περιγράφηκε
    αφηγήθηκες τα γεγονότα με τη σωστή σειρά, όμως τα συναισθήματά σου έμειναν ασκιαγράφητα

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία