Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασηπτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασηπτικ
ός
η
ασηπτικ
ή
το
ασηπτικ
ό
γενική
του
ασηπτικ
ού
της
ασηπτικ
ής
του
ασηπτικ
ού
αιτιατική
τον
ασηπτικ
ό
την
ασηπτικ
ή
το
ασηπτικ
ό
κλητική
ασηπτικ
έ
ασηπτικ
ή
ασηπτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασηπτικ
οί
οι
ασηπτικ
ές
τα
ασηπτικ
ά
γενική
των
ασηπτικ
ών
των
ασηπτικ
ών
των
ασηπτικ
ών
αιτιατική
τους
ασηπτικ
ούς
τις
ασηπτικ
ές
τα
ασηπτικ
ά
κλητική
ασηπτικ
οί
ασηπτικ
ές
ασηπτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασηπτικός
<
α-
στερητ. +
σηπτικός
Επίθετο
επεξεργασία
ασηπτικός
ο μη
σηπτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασηπτικός
αγγλικά
:
aseptic
(en)