ασηπτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασηπτικά < ασηπτικός
Επίρρημα επεξεργασία
ασηπτικά
- με τρόπο που προλαμβάνει μια μόλυνση, με ασηπτικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασηπτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ασηπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ασηπτικό