ασέληνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασέληνος | η | ασέληνη | το | ασέληνο |
γενική | του | ασέληνου | της | ασέληνης | του | ασέληνου |
αιτιατική | τον | ασέληνο | την | ασέληνη | το | ασέληνο |
κλητική | ασέληνε | ασέληνη | ασέληνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασέληνοι | οι | ασέληνες | τα | ασέληνα |
γενική | των | ασέληνων | των | ασέληνων | των | ασέληνων |
αιτιατική | τους | ασέληνους | τις | ασέληνες | τα | ασέληνα |
κλητική | ασέληνοι | ασέληνες | ασέληνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασέληνος < αρχαία ελληνική ἀσέληνος
Επίθετο
επεξεργασίαασέληνος, -η, -ο