moonlit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | moonlit |
συγκριτικός | more moonlit |
υπερθετικός | most moonlit |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmoonlit (en)
- σεληνόφωτος, φεγγαρόλουστος, φεγγαρόφωτος
- ⮡ The lighting give the effect of a moonlit scene.
- Ο φωτισμός δίνει την εντύπωση μιας σεληνόφωτης σκηνής.
- ⮡ a moonlit night - φεγγαρόλουστη νύχτα
- ⮡ The lighting give the effect of a moonlit scene.