αρώνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρώνια | οι | αρώνιες |
γενική | της | αρώνιας | των | αρωνίων |
αιτιατική | την | αρώνια | τις | αρώνιες |
κλητική | αρώνια | αρώνιες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρώνια < αγγλική Aronia < νεολατινική aronia < ελληνιστική κοινή ἀρωνία[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɾo.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρώ‐νι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρώνια θηλυκό
- φυτό με κόκκινους και μοβ καρπούς το οποίο είναι γνωστό για τις αντιοξειδωτικές ουσίες και την ιδιαίτερη διατροφική του αξία
- ※ Ο ρώσος αστροναύτης Γιούρι Γκαγκάριν χρησιμοποίησε σκευάσματα αρώνιας για την προστασία από την ακτινοβολία. Σε διεθνές επίπεδο οι εκτάσεις που καλλιεργούνται με αρώνια είναι ελάχιστες, αν και η ζήτηση ολοένα αυξάνεται.
- Μάχη Τράτσα, «Μοντέρνες» καλλιέργειες για ανήσυχους νέους αγρότες, Το Βήμα, 1 Απριλίου 2012
- ※ Ο ρώσος αστροναύτης Γιούρι Γκαγκάριν χρησιμοποίησε σκευάσματα αρώνιας για την προστασία από την ακτινοβολία. Σε διεθνές επίπεδο οι εκτάσεις που καλλιεργούνται με αρώνια είναι ελάχιστες, αν και η ζήτηση ολοένα αυξάνεται.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αρώνια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρώνια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αρώνια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)