Δείτε επίσης: ἀρωνία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρώνια οι αρώνιες
      γενική της αρώνιας των αρωνίων
    αιτιατική την αρώνια τις αρώνιες
     κλητική αρώνια αρώνιες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ο καρπός της αρώνιας

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρώνια < αγγλική Aronia < νεολατινική aronia < ελληνιστική κοινή ἀρωνία[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈɾo.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρώ‐νι‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρώνια θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αρώνιαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)