αρχιδούκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αρχιδούκας < αρχι- + δούκας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική archiduc[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχιδούκας αρσενικό (θηλυκό αρχιδούκισσα)
- τίτλος των πριγκίπων και πριγκιπισσών του άλλοτε αυτοκρατορικού οίκου της Αυστροουγγαρίας
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αρχιδούκας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας