αρχιδήμιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.çiˈði.mi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐δή‐μι‐ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχιδήμιος αρσενικό
- ο ανώτατος δήμιος μιας ομάδας ή οργάνωσης
- ※ «Πιστεύω, για παράδειγμα, πως είναι αστείο το γεγονός ότι, στη μέση της Γαλλικής Επανάστασης, ο Αρχιδήμιος του Παρισιού ζήτησε αύξηση του μισθού του λόγω αυξημένης παραγωγικότητας».
- ΠΡΟΣΩΠΑ Η αστεία πλευρά των επαναστάσεων, Τα Νέα, 30 Ιουνίου 1998
- ※ «Τη νύχτα στις 11 παρά 15΄ στο Κεντρικό Νοσοκομείο παρέδωσε την αμαρτωλή ψυχή του το βρωμερό σκυλί, ο αρχιδήμιος του λαού της Σαλονίκης Δάγκουλας. Γλίτωσε απ’ τη σκληρή τιμωρία της λαϊκής δικαιοσύνης αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας που μαυρόντυσε εκατοντάδες οικογένειες».
- Σάκης Ιωαννίδης, Περίπατος στη Θεσσαλονίκη του τρομερού «Δάγκουλα», Η Καθημερινή, 24 Νοεμβρίου 2018
- ※ Τη μέρα του Πάσχα του 1821, 10 Απριλίου, έφτασε στο Πατριαρχείο ο νέος διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης, που είπε στον Γρηγόριο να συγκεντρωθούν στην αίθουσα όλοι οι συνοδικοί, οι προύχοντες και όσοι είχαν δικαίωμα ψήφου για τα ζητήματα του Πατριαρχείου. Σύντομα, η αίθουσα γέμισε από Τούρκους αξιωματούχους. Ανάμεσά τους, ήταν και ο κεσεδάρης, ο αρχιδήμιος.
- Ο απαγχονισμός του Γρηγορίου Ε’ από τους Τούρκους, Πρώτο Θέμα, 20 Μαρτίου 2021
- ※ «Πιστεύω, για παράδειγμα, πως είναι αστείο το γεγονός ότι, στη μέση της Γαλλικής Επανάστασης, ο Αρχιδήμιος του Παρισιού ζήτησε αύξηση του μισθού του λόγω αυξημένης παραγωγικότητας».
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχιδήμιος
|