Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρχαϊστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρχαϊστικ
ός
η
αρχαϊστικ
ή
το
αρχαϊστικ
ό
γενική
του
αρχαϊστικ
ού
της
αρχαϊστικ
ής
του
αρχαϊστικ
ού
αιτιατική
τον
αρχαϊστικ
ό
την
αρχαϊστικ
ή
το
αρχαϊστικ
ό
κλητική
αρχαϊστικ
έ
αρχαϊστικ
ή
αρχαϊστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρχαϊστικ
οί
οι
αρχαϊστικ
ές
τα
αρχαϊστικ
ά
γενική
των
αρχαϊστικ
ών
των
αρχαϊστικ
ών
των
αρχαϊστικ
ών
αιτιατική
τους
αρχαϊστικ
ούς
τις
αρχαϊστικ
ές
τα
αρχαϊστικ
ά
κλητική
αρχαϊστικ
οί
αρχαϊστικ
ές
αρχαϊστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρχαϊστικός
<
αρχαΐζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχαϊστικός
ουδέτερο
ο κατά μίμηση των αρχαίων τρόπων ή προτύπων
αρχαϊστική
έκφραση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχαϊστικός
αγγλικά
:
archaistic
(en)
γαλλικά
:
archaïque
(fr)