Δείτε επίσης: ἀρχαΐζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχαΐζω < (ελληνιστική κοινήἀρχαΐζω

αρχαΐζω

  1. μιμούμαι την γλώσσα, την έκφραση, τον πολιτισμό κ.λπ. των αρχαίων
  2. μιλάω χρησιμοποιώντας αρχαίες, αρχαιοπρεπείς ή παρωχημένες λέξεις, φράσεις κ.λπ.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία