αρχαΐζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχαΐζω < (ελληνιστική κοινή) ἀρχαΐζω
Ρήμα
επεξεργασίααρχαΐζω
- μιμούμαι την γλώσσα, την έκφραση, τον πολιτισμό κ.λπ. των αρχαίων
- μιλάω χρησιμοποιώντας αρχαίες, αρχαιοπρεπείς ή παρωχημένες λέξεις, φράσεις κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία- αρχαΐζουσα
- αρχαΐζων
- αρχαϊκά
- αρχαϊκός
- αρχαϊκότητα
- αρχαϊκώς
- αρχαϊσμός
- αρχαϊστής
- αρχαϊστί
- αρχαϊστικός
- αρχαϊστικά
- αρχαΐστρια
- → δείτε τις λέξεις αρχαίος και αρχή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρχαΐζω | αρχάιζα | θα αρχαΐζω | να αρχαΐζω | αρχαΐζοντας | |
β' ενικ. | αρχαΐζεις | αρχάιζες | θα αρχαΐζεις | να αρχαΐζεις | αρχάιζε | |
γ' ενικ. | αρχαΐζει | αρχάιζε | θα αρχαΐζει | να αρχαΐζει | ||
α' πληθ. | αρχαΐζουμε | αρχαΐζαμε | θα αρχαΐζουμε | να αρχαΐζουμε | ||
β' πληθ. | αρχαΐζετε | αρχαΐζατε | θα αρχαΐζετε | να αρχαΐζετε | αρχαΐζετε | |
γ' πληθ. | αρχαΐζουν(ε) | αρχάιζαν αρχαΐζαν(ε) |
θα αρχαΐζουν(ε) | να αρχαΐζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αρχάισα | θα αρχαΐσω | να αρχαΐσω | αρχαΐσει | ||
β' ενικ. | αρχάισες | θα αρχαΐσεις | να αρχαΐσεις | αρχάισε | ||
γ' ενικ. | αρχάισε | θα αρχαΐσει | να αρχαΐσει | |||
α' πληθ. | αρχαΐσαμε | θα αρχαΐσουμε | να αρχαΐσουμε | |||
β' πληθ. | αρχαΐσατε | θα αρχαΐσετε | να αρχαΐσετε | αρχαΐστε | ||
γ' πληθ. | αρχάισαν αρχαΐσαν(ε) |
θα αρχαΐσουν(ε) | να αρχαΐσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρχαΐσει | είχα αρχαΐσει | θα έχω αρχαΐσει | να έχω αρχαΐσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρχαΐσει | είχες αρχαΐσει | θα έχεις αρχαΐσει | να έχεις αρχαΐσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρχαΐσει | είχε αρχαΐσει | θα έχει αρχαΐσει | να έχει αρχαΐσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρχαΐσει | είχαμε αρχαΐσει | θα έχουμε αρχαΐσει | να έχουμε αρχαΐσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρχαΐσει | είχατε αρχαΐσει | θα έχετε αρχαΐσει | να έχετε αρχαΐσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρχαΐσει | είχαν αρχαΐσει | θα έχουν αρχαΐσει | να έχουν αρχαΐσει |
|