Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχαϊσμός οι αρχαϊσμοί
      γενική του αρχαϊσμού των αρχαϊσμών
    αιτιατική τον αρχαϊσμό τους αρχαϊσμούς
     κλητική αρχαϊσμέ αρχαϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχαϊσμός < (ελληνιστική κοινήἀρχαϊσμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχαϊσμός αρσενικό

  • τάση του να χρησιμοποιεί κάποιος λέξεις ή άλλα λεκτικά στοιχεία της γλώσσας του τα οποία υπήρχαν σε αρχαιότερη μορφή της ή τα οποία μιμούνται αυτήν την παλαιότερη μορφή

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία