αρχαϊστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχαϊστής < (άμεσο δάνειο) γαλλική archaïste < archaïsme < λατινική archaismus < archaismos < ελληνιστική κοινή ἀρχαϊσμός (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχαϊστής αρσενικό (θηλυκό: αρχαΐστρια)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρχαϊστής
|