↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαιόθεμος η αρχαιόθεμη το αρχαιόθεμο
      γενική του αρχαιόθεμου της αρχαιόθεμης του αρχαιόθεμου
    αιτιατική τον αρχαιόθεμο την αρχαιόθεμη το αρχαιόθεμο
     κλητική αρχαιόθεμε αρχαιόθεμη αρχαιόθεμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαιόθεμοι οι αρχαιόθεμες τα αρχαιόθεμα
      γενική των αρχαιόθεμων των αρχαιόθεμων των αρχαιόθεμων
    αιτιατική τους αρχαιόθεμους τις αρχαιόθεμες τα αρχαιόθεμα
     κλητική αρχαιόθεμοι αρχαιόθεμες αρχαιόθεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχαιόθεμος < αρχαιό- + -θέμος (< θέμα) όπως στο μονόθεμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾ.çeˈo.θe.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χαι‐ό‐θε‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

αρχαιόθεμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία