αρχαιοσυλλεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχαιοσυλλεκτικός < αρχαιοσυλλέκτ(ης) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααρχαιοσυλλεκτικός, -ή, -ό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- που έχει σχέση με τους αρχαιοσυλλέκτες, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτούς
- → χρειάζεται παράθεμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αρχαιοσυλλέκτης, αρχαίος και συλλέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχαιοσυλλεκτικός
|