αρχαιοσυλλέκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.çe.o.siˈle.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χαι‐ο‐συλ‐λέ‐κτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχαιοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό αρχαιοσυλλέκτρια)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχαιοσυλλέκτης
|