Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρυτίδιαστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρυτίδιαστ
ος
η
αρυτίδιαστ
η
το
αρυτίδιαστ
ο
γενική
του
αρυτίδιαστ
ου
της
αρυτίδιαστ
ης
του
αρυτίδιαστ
ου
αιτιατική
τον
αρυτίδιαστ
ο
την
αρυτίδιαστ
η
το
αρυτίδιαστ
ο
κλητική
αρυτίδιαστ
ε
αρυτίδιαστ
η
αρυτίδιαστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρυτίδιαστ
οι
οι
αρυτίδιαστ
ες
τα
αρυτίδιαστ
α
γενική
των
αρυτίδιαστ
ων
των
αρυτίδιαστ
ων
των
αρυτίδιαστ
ων
αιτιατική
τους
αρυτίδιαστ
ους
τις
αρυτίδιαστ
ες
τα
αρυτίδιαστ
α
κλητική
αρυτίδιαστ
οι
αρυτίδιαστ
ες
αρυτίδιαστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρυτίδιαστος
<
α-
στερητικό και
ρυτιδιάζω
Επίθετο
επεξεργασία
αρυτίδιαστος, -η, -ο
χωρίς ρυτίδες,
νεανικός
γαλήνιος (για τη θάλασσα)
χωρίς
φθορά
Αντώνυμα
επεξεργασία
ρυτιδιασμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
ρυτίδα
ρυτιδιάζω
ρυτιδιασμένος
ρυτιδώνομαι
ρυτιδώδης
ρυτιδώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρυτίδιαστος