↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρυτιδώδης η ρυτιδώδης το ρυτιδώδες
      γενική του ρυτιδώδους της ρυτιδώδους του ρυτιδώδους
    αιτιατική τον ρυτιδώδη τη ρυτιδώδη το ρυτιδώδες
     κλητική ρυτιδώδη(ς) ρυτιδώδης ρυτιδώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρυτιδώδεις οι ρυτιδώδεις τα ρυτιδώδη
      γενική των ρυτιδωδών των ρυτιδωδών των ρυτιδωδών
    αιτιατική τους ρυτιδώδεις τις ρυτιδώδεις τα ρυτιδώδη
     κλητική ρυτιδώδεις ρυτιδώδεις ρυτιδώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρυτιδώδης < αρχαία ελληνική, ῥυτιδώδης (με πολλές ρυτίδες, ζαρωμένος) < ῥυτίς

  Επίθετο

επεξεργασία

ρυτιδώδης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία