ρυτιδώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρυτιδώδης < αρχαία ελληνική, ῥυτιδώδης (με πολλές ρυτίδες, ζαρωμένος) < ῥυτίς
Επίθετο επεξεργασία
ρυτιδώδης
- που φέρει πολλές ρυτίδες, ρυτιδιασμένος, ρυτιδωμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρυτιδώδης
|